Θουκιδίδης , Ο εμφύλιος στην Κέρκυρα


Ο εμφύλιος πόλεμος στην Κέρκυρα είναι αδύνατο να αντιμετωπιστεί ως γεγονός ξεκομμένο από τον υπόλοιπο αρχαιοελληνικό κόσμο. Κι αυτό γιατί η διαμάχη της Κέρκυρας με την Κόρινθο στάθηκε η απαρχή του πελοποννησιακού πολέμου. Υπήρξε δηλαδή η αφορμή – κι όχι το αίτιο – της σύγκρουσης της Αθήνας με τη Σπάρτη (και των συμμάχων), στο πλαίσιο της μοιρασιάς του κόσμου (στο πλαίσιο της εποχής), όπως ορίζει ο επεκτατισμός των ισχυρών. Γιατί οι προθέσεις της Αθήνας ήταν ξεκάθαρες και η μετατροπή της αθηναϊκής συμμαχίας σε αθηναϊκή ηγεμονία κάτι παραπάνω από αισθητή. Γιατί η Σπάρτη δε θα μπορούσε να ανεχτεί άλλο την ισχυροποίηση της Αθήνας. Γιατί η αποικιοκρατική πολιτική της Αθήνας, που έφτανε να ελέγχει οικονομικά ένα τεράστιο κομμάτι του αρχαίου κόσμου, ήτανε για τη Σπάρτη μια μόνιμη απειλή.

Μοιραία ο χάρτης χωρίζεται σε ζώνες επιρροής, που όμως πρέπει να αποκτήσουν υπόβαθρο χειροπιαστό. Να είναι ξεκάθαρα διαχωρισμένο το που ανήκει κανείς. Με δυο λόγια όλοι πρέπει να απαντήσουν αν είναι δημοκρατικοί ή ολιγαρχικοί. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις η πολιτική τοποθέτηση γίνεται ζήτημα δευτερεύον, αφού η ουσία κρύβεται αλλού. Το αμείλικτο ερώτημα της επιλογής στρατοπέδου πρέπει με κάποιο τρόπο να αιτιολογηθεί και σαφώς τίθεται θέμα πολιτικής επιλογής, αν θα ακολουθήσει κανείς τη δημοκρατική Αθήνα ή την ολιγαρχική Σπάρτη. Όμως, μπροστά στον εκβιασμό της αχαλίνωτης βίας που είναι έτοιμη να ξεσπάσει, κάθε πολιτική επιλογή ματαιώνεται, αφού το ζήτημα παίρνει αυτομάτως διαστάσεις ισχύος. Με άλλα λόγια το ερώτημα μετατοπίζεται στο δίλημμα της συμφέρουσας επιλογής ή, για να το πούμε απλούστερα, στο ζήτημα της επιλογής του στρατοπέδου που θα νικήσει, γιατί αλίμονο στους ηττημένους. Είμαι ολιγαρχικός σημαίνει ότι τάσσομαι με τη Σπάρτη, ότι δηλαδή πιστεύω ότι η Σπάρτη θα νικήσει. Η λογική αυτή βέβαια δεν αποκλείει ότι πραγματικά συμπαθώ τη Σπάρτη ή, εκ του αντιθέτου, ότι αντιπαθώ την Αθήνα. Όμως, όταν, επί της ουσίας, αποκλείεται η πιο ουσιώδης και η πιο πολιτικοποιημένη επιλογή της αποφυγής του πολέμου, όλη η συλλογιστική ματαιώνεται. Αναγκαστικά το δίλημμα Αθήνα ή Σπάρτη είναι ψευτοδίλημμα, αφού στο τέλος θα ακολουθήσει σφαγή. Πολιτική επιλογή σημαίνει εξ’ ορισμού ελεύθερη επιλογή. Η βία που επικρέμεται ως δεδομένη συνέπεια της όποιας πολιτικής επιλογής, αναγκαστικά την εκμηδενίζει. Γιατί δε μιλάμε για επιλογή, αλλά για εκβιασμό.
Κι αυτό ακριβώς είναι το πεδίο των συμφερόντων. Η πολιτική σκηνή γεμίζει από ανθρώπους που πρόσκεινται στη μία ή την άλλη παράταξη και τα κίνητρα των ανθρώπων αυτών κρίνονται δυσδιάκριτα. Εκπροσωπούν πράγματι ιδέες ή συμφέροντα; Κινούνται αυτόβουλα ή κατευθυνόμενα; Οι μεγάλες δυνάμεις δε θα προσπαθήσουν να επηρεάσουν την πολιτική σκηνή προς ίδιον όφελος; Μήπως οι πολιτικοί παίρνουν εντολές άνωθεν; Μήπως οι ίδιοι εκπροσωπούν προσωπικά οφέλη που θα καρπωθούν υποστηρίζοντας τη μια ή την άλλη παράταξη; Κι αλήθεια, γιατί να υποστηρίξει κανείς την Αθήνα όταν βλέπει πως συμπεριφέρεται στους συμμάχους; Και γιατί τη Σπάρτη; Μήπως κι αυτοί δεν ασκούσαν οικονομική εκμετάλλευση; Μήπως οι είλωτες δεν αποδεικνύουν και τη δική τους πολιτική της υπεροχής; Όμως, όταν η ιστορική συγκυρία καθιστά αναπόφευκτη την επιλογή στρατοπέδου, όλα τα ερωτήματα χάνουν κάθε σημασία. Το μόνο που μένει είναι η καχυποψία και το συμφέρον που γεννιούνται αναπόφευκτα. Βρισκόμαστε μπροστά στις ιδανικότερες προϋποθέσεις που θα οδηγήσουν στον πιο αχαλίνωτο φανατισμό. Όλα τείνουν στο ανεξέλεγκτο.

Κέρκυρα, Corfu, 1573.


Οι Κερκυραίοι βρέθηκαν στο επίκεντρο της διένεξης με τους Κορινθίους σχετικά με την Επίδαμνο. Οι Κορίνθιοι έδειξαν αδιάλλακτη στάση. Έστειλαν πλοία για ναυμαχία. Οι Κερκυραίοι, επίσης αδιάλλακτα, έκριναν ότι έπρεπε να συγκρουστούν. Οι Κορίνθιοι ήταν ολιγαρχικοί και σύμμαχοι της Σπάρτης. Οι Κερκυραίοι ζητάν τη βοήθεια της Αθήνας και πετυχαίνουν συμμαχία. Τα πράγματα γίνονται οριακά. Τώρα πλέον είναι ζήτημα υψίστης σημασίας το αν θα επικρατήσει στην Κέρκυρα η δημοκρατική ή η ολιγαρχική παράταξη. Οι ξένες δυνάμεις προσπαθούν να ρυθμίσουν τα εσωτερικά της Κέρκυρας: «Ο εμφύλιος σπαραγμός στην Κέρκυρα άρχισε όταν γύρισαν σ’ αυτήν όσοι είχαν αιχμαλωτιστεί στις ναυμαχίες που έγιναν γύρω από την Επίδαμνο. Οι Κορίνθιοι τους είχαν ελευθερώσει τάχα επειδή οι πρόξενοι των Κερκυραίων στην Κόρινθο είχαν δώσει εγγύηση οχτακόσια τάλαντα, πραγματικά όμως επειδή τους είχαν πείσει να κάμουν την Κέρκυρα σύμμαχο της Κορίνθου. Και δούλευαν μυστικά οι άντρες αυτοί, πλησιάζοντας τους συμπολίτες τους έναν έναν, για να αποσπάσουν την πόλη τους από την αθηναϊκή συμμαχία. Όταν έφτασαν στην Κέρκυρα ένα αθηναϊκό καράβι κι ένα κορινθιακό, το καθένα με πρέσβεις, κι έγινε δημόσια συζήτηση, οι Κερκυραίοι αποφάσισαν, ύστερα από ψηφοφορία, να μείνουν σύμμαχοι των Αθηναίων, σύμφωνα με τη συνθήκη που είχαν κάμει μαζί τους, να έχουν όμως φιλικές σχέσεις και με τους Πελοποννησίους, όπως παλιότερα». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 70).

Φυσικά, αυτό το πολιτικό δίπολο, δημοκρατικοί – ολιγαρχικοί, δεν είναι καινούργιο στην Κέρκυρα. Το καινούργιο είναι το αποφασιστικό της σημασίας για την υπεροχή του ενός ή του άλλου. Το ότι η πολιτική σκηνή στην Κέρκυρα αποκτά «διεθνείς» (για την εποχή) διαστάσεις. Με άλλα λόγια η εσωτερική πολιτική σκηνή της Κέρκυρας γίνεται πεδίο της εξωτερικής πολιτικής των άλλων πόλεων. Ήδη περιφέρονται άνθρωποι που εκπροσωπούν ξένα συμφέροντα. Είναι ζήτημα χρόνου το πότε θα δυναμιτιστεί το κλίμα. Η τραγωδία της Κέρκυρας έχει αρχίσει: «Ταυτόχρονα, οι άλλοτε αιχμάλωτοι, έκαμαν καταγγελία εναντίον του Πειθία, που ήταν αυτοδιορισμένος πρόξενος των Αθηναίων κι αρχηγός του δημοκρατικού κόμματος, κατηγορώντας τον ότι θέλει να υποδουλώσει την Κέρκυρα στους Αθηναίους. Ο Πειθίας αθωώθηκε και με τη σειρά του κατάγγειλε πέντε από τους πολιτικούς του αντιπάλους, τους πλουσιότερους, κατηγορώντας τους ότι κόβουν στηρίγματα για τα κλήματά τους από τα ιερά άλση του Δία και του Αλκίνοου. Το πρόστιμο που προβλεπόταν από το νόμο για κάθε στήριγμα ήταν ένας στατήρας. Οι πλούσιοι καταδικάστηκαν, κι επειδή το πρόστιμο ήταν πολύ μεγάλο, κάθισαν ικέτες στους ναούς, ζητώντας να πληρώσουν με δόσεις. Ο Πειθίας όμως, που ήταν επίσης και μέλος της βουλής, την έπεισε να εφαρμόσει το νόμο. Οι πέντε καταδικασμένοι, επειδή και νόμιμες δυνατότητες δεν είχαν και ταυτόχρονα πληροφορούνταν πως ο Πειθίας, όσο ακόμη θα ήταν μέλος της βουλής, θα προσπαθούσε να πείσει τους συμπολίτες του να έχουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους με τους Αθηναίους, συνωμότησαν με τους ομοϊδεάτες τους, κι οπλισμένοι με στιλέτα όρμησαν ξαφνικά μέσα στη βουλή και σκότωσαν τον Πειθία κι άλλους, εξήντα περίπου, βουλευτές κι ιδιώτες. Λίγοι από τους ομοϊδεάτες του Πειθία κατόρθωσαν να καταφύγουν στο αθηναϊκό καράβι που βρισκόταν ακόμη στο λιμάνι». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 70).

Κατόπιν αυτών τα γεγονότα εξελίσσονται ραγδαία. Οι ολιγαρχικοί κυριαρχούν στη βουλή ασκώντας τρομοκρατία και αποφασίζουν να μη δέχονται κανέναν από τους εμπόλεμους εκτός αν έρχονται στον τόπο τους με ένα μόνο καράβι. Προσπαθούν να πείσουν το λαό ότι ο κίνδυνος της υποδούλωσης στην Αθήνα απεφεύχθη χάρη στις δικές τους πρωτοβουλίες. Στέλνουν μάλιστα και πρέσβεις στην Αθήνα για να ανακοινώσουν τις αποφάσεις τους και κυρίως για να προειδοποιήσουν τους δημοκρατικούς Κερκυραίους, που κατέφυγαν εκεί, να μην προβούν σε εχθρικές ενέργειες. Οι Αθηναίοι συλλαμβάνουν τους πρέσβεις αυτούς ως στασιαστές και τους οδηγούν για φύλαξη στην Αίγινα. Όταν φτάνει ένα κορινθιακό καράβι με Λακεδαιμονίους πρέσβεις στην Κέρκυρα, οι ολιγαρχικοί, προφανώς θεωρώντας βέβαιη την επικράτησή τους, επιτίθενται στους δημοκρατικούς, οι οποίοι, αφού ηττούνται στη μάχη, καταφεύγουν στην ακρόπολη. Η επόμενη μέρα περνάει με μικροσυμπλοκές και το ενδιαφέρον όλων στρέφεται στους δούλους. Και οι δύο προσπαθούν να τους προσεταιριστούν. Και οι δύο τάζουν ελευθερία. Η πλειοψηφία των δούλων τάσσεται με τους δημοκρατικούς. Οι ολιγαρχικοί όμως ενισχύονται με οχτακόσιους μισθοφόρους που ήρθαν από την απέναντι στεριά. Στην αποφασιστική μάχη, που γίνεται την αμέσως επόμενη μέρα, νικούν οι δημοκρατικοί: «Ύστερα από μια μέρα έγινε νέα μάχη στην οποία νίκησαν οι δημοκρατικοί, κι επειδή κρατούσαν οχυρές θέσεις κι επειδή υπερείχαν αριθμητικά. Τους βοήθησαν με τόλμη ακόμη κι οι γυναίκες ρίχνοντας κεραμίδια από τις στέγες των σπιτιών κι υπομένοντας το θόρυβο της μάχης, πράγμα αφύσικο για το φύλο τους. Αργά το δειλινό οι ολιγαρχικοί είχαν νικηθεί, κι επειδή φοβήθηκαν μήπως οι δημοκρατικοί, με ορμητική επίθεσή τους, κυριέψουν το ναύσταθμο και ξολοθρέψουν τους ίδιους, έβαλαν φωτιά στις μονοκατοικίες που ήταν γύρω στην αγορά και στις γειτονικές πολυκατοικίες – για να μην μπορεί να γίνει η επίθεση – χωρίς να λυπηθούν ούτε τις δικές τους περιουσίες ούτε τις ξένες, έτσι που και πολλά εμπορεύματα κάηκαν κι αν είχε φυσήξει άνεμος ευνοϊκός κι η φωτιά μεταδινόταν στην πόλη, θα είχε κιντυνέψει να καταστραφεί τούτη ολόκληρη». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 74).

Η παρουσία του στόλου των ξένων δυνάμεων αποτελεί το βαρόμετρο όλων των εξελίξεων. Όταν φτάνουν στην Κέρκυρα τα δώδεκα αθηναϊκά καράβια με επικεφαλής τον στρατηγό Νικόστρατο, οι δημοκρατικοί αποθρασύνονται. Ο Νικόστρατος κάνει συμφωνία να οδηγηθούν σε δίκη οι δέκα πρωταίτιοι της στάσης των ολιγαρχικών και οι υπόλοιποι να παραμείνουν ανενόχλητοι. Τη στιγμή όμως που αποφασίζει να αναχωρήσει οι δημοκρατικοί του προτείνουν να αφήσει πέντε καράβια για κάθε ενδεχόμενο. Δεσμεύονται μάλιστα να τα επανδρώσουν οι ίδιοι. Ο Νικόστρατος δέχεται και οι δημοκρατικοί στρατολογούν τους πολιτικούς τους αντιπάλους και τους επιβιβάζουν στα καράβια αυτά. Οι ολιγαρχικοί, επειδή νομίζουν ότι θα σταλθούν στην Αθήνα, κάθονται ικέτες στο ιερό των Διοσκούρων. Οι δημοκρατικοί τους κατηγορούν για δυσπιστία, που (φυσικά) κρύβει δόλιους σκοπούς, και οπλίζονται. Περίπου τετρακόσιοι ολιγαρχικοί κάθονται ικέτες στο ναό της Ήρας για να γλυτώσουν τη ζωή τους. Η παρέμβαση του Νικόστρατου αποτρέπει το μακελειό. Οι δημοκρατικοί μεταφέρουν τους ικέτες στο απέναντι νησί (πιθανότατα τη σημερινή Βίδο, σύμφωνα με το Γεωργοπαπαδάκο) για να μην εκδηλωθεί κανένα επικίνδυνο κίνημα. Όταν όμως μετά από τέσσερις – πέντε μέρες εμφανίζονται πελοποννησιακά πλοία, οι ισορροπίες αλλάζουν. Γίνεται ναυμαχία, όπου τα πελοποννησιακά καράβια, όντας σαφώς περισσότερα, επικρατούν, χωρίς όμως να εξολοθρεύσουν τις αντίπαλες δυνάμεις. Οι δημοκρατικοί φοβούνται πλέον την επίθεση των Πελοποννησίων στην πόλη. Ως πράξη καλής θέλησης επαναφέρουν τους ικέτες από το απέναντι νησί στο ναό της Ήρας. Κάνουν μάλιστα και άνοιγμα στους ολιγαρχικούς για τη σωτηρία της πόλης: «Στο μεταξύ οι δημοκρατικοί της Κέρκυρας, φοβισμένοι μήπως τους επιτεθεί ο πελοποννησιακός στόλος, ήρθαν σε διαπραγματεύσεις με τους ικέτες και τους άλλους ολιγαρχικούς, για το πώς θα σωθεί η πόλη, κι έπεισαν μερικούς απ’ αυτούς να μπουν πληρώματα στα καράβια. Πραγματικά, παρόλες τις δυσκολίες, κατάφεραν να επανδρώσουν τριάντα καράβια και περίμεναν την επίθεση. Οι Πελοποννήσιοι ωστόσο, αφού ως το μεσημέρι ρήμαξαν τα κτήματα, έφυγαν, γιατί μόλις νύχτωσε ειδοποιήθηκαν με φωτιές ότι εξήντα αθηναϊκά καράβια αρμένιζαν από τη Λευκάδα για την Κέρκυρα». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 80).

Με την αποχώρηση των πελοποννησιακών πλοίων και πριν καλά – καλά φτάσουν τα αθηναϊκά σκάφη (με αρχηγό τον Ευρυμέδοντα) ξεκινά σφαγή χωρίς προηγούμενο: «Όλους εκείνους που είχαν πείσει να μπουν στα καράβια, τους έβγαζαν απ’ αυτά και τους έσφαζαν. Ήρθαν και στο ναό της Ήρας κι αφού έπεισαν γύρω στους πενήντα ολιγαρχικούς να περάσουν από κανονική δίκη, τους καταδίκασαν όλους σε θάνατο. Οι περισσότεροι από τους ικέτες – όλοι όσοι δεν είχαν πειστεί να δικαστούν – βλέποντας τα όσα γίνονταν, σκότωναν ο ένας τον άλλον εκεί, μέσα στον ιερό τόπο. Μερικοί κρεμάστηκαν από τα δέντρα κι άλλοι αυτοκτόνησαν, όπως μπόρεσε ο καθένας. Εφτά μέρες, όσες μετά τον ερχομό του στο νησί έμεινε ο Ευρυμέδοντας με τα εξήντα καράβια του, οι Κερκυραίοι σκότωναν όσους από τους συμπολίτες τους θεωρούσαν εχθρούς τους. Τους κατηγορούσαν ότι επιχείρησαν να ανατρέψουν τη δημοκρατία. Αρκετοί όμως θανατώθηκαν από προσωπικά μίση, κι άλλοι, που είχαν δανείσει χρήματα, από τους οφειλέτες τους. Ο θάνατος παρουσιάστηκε εδώ μ’ όλες του τις μορφές και, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιστάσεις, δεν έμεινε αγριότητα που να μη γίνει, κι ακόμη χειρότερα. Γιατί και πατέρας σκότωσε το παιδί του, κι ικέτες αποσπάστηκαν από τους ναούς και θανατώθηκαν πλάι τους, και μερικοί άλλοι χτίστηκαν μέσα στο ιερό του Διονύσου και πέθαναν εκεί». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 81).
Σε τελική ανάλυση ο Θουκυδίδης δεν χαρτογραφεί την ιστορία, αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο, φέρνοντάς τον – με τρόπο αμείλικτο – ενώπιον των πράξεών του.

Σε τελική ανάλυση ο Θουκυδίδης δεν χαρτογραφεί την ιστορία, αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο, φέρνοντάς τον – με τρόπο αμείλικτο – ενώπιον των πράξεών του.
Η τελευταία πράξη του κερκυραϊκού εμφύλιου είναι ο επίλογος της πιο πένθιμης μελωδίας. Οι ολιγαρχικοί που κατάφεραν να ξεφύγουν από τη σφαγή, κατέφυγαν στο βουνό Ιστώνη και, όταν μετά τον εμφύλιο επέστρεψαν στο νησί, κυριαρχούσαν στην ύπαιθρο και προξενούσαν μεγάλες καταστροφές. Τελικά αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν με τις αθηναϊκές δυνάμεις και οδηγήθηκαν στο νησί Πτυχία (πιθανόν το σημερινό Λαζαρέτο, σύμφωνα με σημείωση του Γεωργοπαπαδάκου), με προοπτική να μεταφερθούν στην Αθήνα: «Οι ηγέτες του δημοκρατικού κόμματος της Κέρκυρας όμως, από φόβο μήπως οι Αθηναίοι τους ολιγαρχικούς που θα μεταφέρουν στην Αθήνα δεν τους θανατώσουν, μηχανεύτηκαν το εξής. Έστειλαν κρυφά στο νησί μερικούς φίλους των κρατουμένων, δασκαλεμένους να δείξουν πως τάχα θέλουν το καλό τους, οι οποίοι τους είπαν – κι έπεισαν λίγους – ότι το καλύτερο που έχουν να κάμουν είναι να δραπετεύσουν το γρηγορότερο, κι ότι οι ίδιοι θα τους είχαν έτοιμο κάποιο πλοίο. Οι στρατηγοί των Αθηναίων, πρόστεσαν, στην πραγματικότητα είχαν σκοπό να τους παραδώσουν στους δημοκρατικούς της Κέρκυρας». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 46).
 Φυσικά συνελήφθησαν την ώρα της φυγής. Φυσικά το γεγονός χρησιμοποιήθηκε ως πρόφαση για την ακύρωση όλων των συμφωνιών. Φυσικά στάλθηκαν πεσκέσι στους δημοκρατικούς Κερκυραίους. Ο Θουκυδίδης καταγγέλλει ξεκάθαρα και την ευθύνη των ίδιων των Αθηναίων στρατηγών που εν πλήρη γνώση της σκευωρίας έκαναν τα στραβά μάτια εξυπηρετώντας προσωπικές σκοπιμότητες: «Όταν οι δημοκρατικοί Κερκυραίοι τους παραλάβανε, τους έκλεισαν σ’ ένα μεγάλο οίκημα. Έπειτα τους έβγαζαν σε ομάδες από είκοσι, δεμένους τον ένα με τον άλλο, και τους υποχρέωναν να περάσουν ανάμεσα σε δυο σειρές παραταγμένους οπλίτες, οι οποίοι, αν έβλεπαν κανέναν εχθρό τους, τον χτυπούσαν και τον μαχαίρωναν, ενώ άλλοι, που βάδιζαν πλάι τους με μαστίγια, ανάγκαζαν όσους βραδυπορούσαν να περπατούν γρήγορα» (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 47). Κι όταν αυτοί που παρέμεναν έγκλειστοι στο οίκημα αντιλήφθηκαν τι τέλος τους περιμένει όταν θα βγουν έξω ζητούσαν από τους Αθηναίους να τους σκοτώσουν οι ίδιοι επί τόπου: «Αρνιόταν επίσης να βγουν πια από το οίκημα και δήλωναν πως, όσο μπορούσαν, δε θα άφηναν κανένα να μπει. Οι δημοκρατικοί Κερκυραίοι δε σκέφτηκαν, φυσικά, καθόλου να παραβιάσουν τις πόρτες, αλλά ανέβηκαν στη στέγη του οικήματος, ξήλωναν την οροφή κι έριχναν κεραμίδια και τόξευαν προς τα κάτω. Οι κλεισμένοι φυλάγονταν όπως μπορούσαν, ενώ ταυτόχρονα, οι περισσότεροι άρχισαν να αυτοκτονούν. Άλλοι έμπηγαν στο λαιμό τους βέλη από κείνα που τους έριχναν οι αντίπαλοί τους από πάνω, άλλοι κρεμιόταν με σκοινιά που έπαιρναν από μερικά κρεβάτια, τα οποία έτυχε να βρίσκονται στο οίκημα, ή με λουρίδες που έκαναν από τα ίδια τους τα ρούχα. Με κάθε τρόπο, στη διάρκεια όλης σχεδόν της νύχτας (γιατί νύχτωσε στη διάρκεια της συμφοράς τους), αυτοκτονώντας ή χτυπημένοι απ’ αυτούς που βρίσκονταν πάνω στη στέγη, εξοντώθηκαν. Όταν ξημέρωσε, οι δημοκρατικοί Κερκυραίοι τους έριξαν, τον ένα πάνω στον άλλο, σε κάρα και τους πήγαν έξω από την πόλη. Τις γυναίκες, εξάλλου, που είχαν πιάσει στο οχύρωμα τις πούλησαν ως δούλες». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 48).

                Τελικά, το έργο του Θουκυδίδη είναι αδύνατο να περιοριστεί αποκλειστικά στο πλαίσιο της ιστοριογραφίας. Γιατί ο Θουκυδίδης πέρα από το ότι καθιστά την ιστορία επιστήμη – παραμένοντας πιστός στα ιστορικά δεδομένα, διαχωρίζοντας την υποκειμενική εκτίμηση από τα γεγονότα, ερευνώντας σε βάθος και διασταυρώνοντας τις ιστορικές του πηγές και μαρτυρίες, ξεκαθαρίζοντας ότι άλλο τα αίτια κι άλλο οι αφορμές των γεγονότων, παραμερίζοντας τη βούληση των θεών κι όλα αυτά που τόσο εύστοχα έχουν ειπωθεί – προχωρά ακόμη βαθύτερα αποκτώντας σαφείς πολιτικές και ανθρωπολογικές διαστάσεις. Η ψυχολογία των μαζών, ο φανατισμός, η ανθρώπινη θηριωδία και το ανελέητο της επιβολής των συμφερόντων είναι αναπόσπαστα δεμένα με το έργο του. Σε τελική ανάλυση ο Θουκυδίδης δεν χαρτογραφεί την ιστορία, αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο, φέρνοντάς τον – με τρόπο αμείλικτο – ενώπιον των πράξεών του. Γιατί η ιστορία δεν αφορά τα γεγονότα, αλλά το ανθρώπινο είδος που αξίζει να μελετηθεί μέσα από τη δράση του. Γι’ αυτό η ιστορία δεν πρέπει να αλλοιώνεται. Γιατί η αλλοίωση της ιστορίας δεν είναι παρά η αλλοίωση του ανθρώπου, που διαστρεβλώνεται ως αντικείμενο μελέτης. Κι αυτή ακριβώς είναι η μεγαλειώδης προσφορά του Θουκυδίδη στην ανθρωπότητα. Η συνείδηση ότι ο άνθρωπος μελετάται μέσα από την ιστορία του. Υπό αυτή την έννοια, το έργο του Θουκυδίδη δεν αφορά απλώς την καταγραφή των γεγονότων, αλλά την ίδια την έννοια της ιστορίας ως επιστήμη. Είναι δηλαδή ανθρωπολογικό, όπως και κάθε σοβαρή ιστορική καταγραφή, και η κατάδειξη της διαμόρφωσης της πολιτικής ως παρακλάδι της ανθρώπινης βούλησης, κι αυτή ανθρωπολογική μελέτη είναι. Γιατί πίσω από τις πολιτικές αποφάσεις – όσο κι αν ντύνονται με ιδέες ή επιχειρήματα – κρύβονται πάντα τα πρωτόγονα κίνητρα της επιβολής της ισχύος. Κι αυτός είναι ο δρόμος της ωμότητας. Η ωμότητα του κερκυραϊκού εμφυλίου δεν είναι παρά η προέκταση της ωμότητας που προκύπτει από τη σύγκρουση των ισχυρών και που μεταδίδεται μέσα σε όλες τις πόλεις που οφείλουν να πάρουν θέση. Κάτι σαν ντόμινο, που ονομάζουμε δίνη της ιστορίας. Γιατί η τραγωδία του εμφυλίου δεν παίχτηκε μόνο στην Κέρκυρα (αν και στην Κέρκυρα γνώρισε τη μεγαλύτερη σφοδρότητα). Παίχτηκε σε πολλές πόλεις της αρχαιότητας που όφειλαν να τοποθετηθούν «πολιτικά»: «Σ’ αυτές τις αγριότητες έφτασε ο εμφύλιος πόλεμος και φάνηκε πιο φρικτός, γιατί τούτος ήταν ο πρώτος πρώτος. Αργότερα, μπορεί να πει κανείς, ότι αναταράχτηκε ολόκληρος ο ελληνικός κόσμος, γιατί σε κάθε πόλη υπήρχαν διαφορές ανάμεσα στους αρχηγούς των δημοκρατικών, που ζητούσαν να φέρουν μέσα για βοήθεια τους Αθηναίους, και στους ολιγαρχικούς, που προσκαλούσαν τους Λακεδαιμονίους. Τον καιρό, αλήθεια, της ειρήνης ούτε πρόφαση είχαν ούτε προετοιμασμένοι ήταν να τους προσκαλούν, τώρα όμως που γινόταν πόλεμος και δινόταν η ευκαιρία σε καθεμιά απ’ τις δυο αντίπαλες πολιτικές μερίδες να ‘χει απ’ έξω συμμάχους, και για να κάνει κακό στους αντίθετους και για ν’ αποχτήσει η ίδια μεγαλύτερη δύναμη, εύκολα έβρισκαν αφορμές, όσοι επιδίωκαν επαναστατικές αλλαγές, να προκαλέσουν τις επεμβάσεις. Κι έπεσαν πάνω στις πόλεις, απ’ τους εμφύλιους πολέμους, πολλά δεινά που γίνονταν και θα γίνονται πάντα, όσο η φύση του ανθρώπου θα μένει η ίδια, φοβερότερα ή ηπιότερα και με διαφορετική μορφή, ανάλογα με την κάθε φορά μεταβολή των περιστάσεων». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 82).


πηγή: Ερανιστής, του  Θανάση Μπαντέ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου